- ἐπιγεμίζω
- V 0-0-0-1-0=1 Neh 13,15to impose as a burden; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επιγεμίζω — ἐπιγεμίζω (Α) φορτώνω («ἐπιγεμίζοντες ἐπὶ τοὺς ὄνους καὶ οἶνον καὶ σταφυλήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἐπιγεμίσαι — ἐπιγεμίζω lay as a burden aor inf act ἐπιγεμίσαῑ , ἐπιγεμίζω lay as a burden aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεμίζοντας — ἐπιγεμίζω lay as a burden pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
επιγέμισις — ἐπιγέμισις η (Α) [επιγεμίζω] πίεση ψυχική, στενοχώρια … Dictionary of Greek